- στομαχόπονος
- [стомахопонос] ουσ. а. боль в желудке,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στομαχόπονος — ο, και στομαχόπονο, το, Ν πόνος στο στομάχι … Dictionary of Greek
στομαχόπονος — ο πόνος στο στομάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδίωξις — καρδίωξις, ώξεως, ἡ (Μ) [καρδιώσσω] καρδιωγμός*, ο στομαχόπονος … Dictionary of Greek
καρδιόπονος — ο (Α καρδιόπονος) πόνος τής καρδιάς νεοελλ. μτφ. μεγάλη θλίψη, στενοχώρια αρχ. πόνος τού στομάχου, στομαχόπονος … Dictionary of Greek